18 Αυγούστου 2016

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μια ζωντανή επίκληση της λύρας


“Today in my heart
a vague trembling of stars
and all roses are
as white as my pain.”
Federico García Lorca
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ένας περιπαθής του ενστίκτου (του Τάκη Βαρβιτσιώτη)
 
Ο Φ.Γκ. Λόρκα είναι ακριβώς μια ζωντανή επίκληση της λύρας, ένας ποιητής που γράφει όπως το πουλί τραγουδά, όπως ο άνθρωπος ανασαίνει, ένας αοιδός με την πανάρχαιη σημασία της λέξης, που τα ίχνη της καταγωγής του χάνονται στους ομηρικούς χρόνους, ένας σύγχρονος βέβαια αοιδός που, αφού άντλησε από τους θησαυρούς του ισπανικού λαϊκού τραγουδιού, αυτού του canto jondo, του πλημμυρισμένου από ακόρεστο πάθος και τις εκθαμβωτικές λάμψεις της Ανδαλουσίας, άνοιξε τις ίδιες τις φλέβες του για να ποτίσει με το φλογερό αίμα του όλο το υφάδι του νεότερου ποιητικού λόγου. Είναι ακόμα «μια φυσική αστραπή, μια ενέργεια σε αέναη κίνηση», όπως τον χαρακτήρισε ο Πάμπλο Νερούδα, ένας ορμητικός χυμός που ξεχειλίζει μέσα από τα αδιαπέραστα φυλλώματα ενός παρθένου δάσους, άλλοτε θυμίζοντας το χαρούμενο κελάρισμα μιας πηγής και άλλοτε τον ψίθυρο μιας εφιαλτικής αγωνίας, μια φύση γεννημένη να εκφράσει τις πιο ζωηρές αντιθέσεις, τη φωτιά και την έξαρση της ζωής, αλλά και το μυστήριο και το ρίγος του θανάτου, έτοιμη να συντρίψει το σώμα όταν αυτό δεν θα είναι παρά «ένα σκεπτόμενο σχήμα» και θα εγκαθιδρύσει μια θρησκεία της γης, το «βασιλεία του σταχυού».
 
Σπάνια μπορούμε να συναντήσουμε έναν άλλο ποιητή που να βρίσκεται τόσο ριζωμένος στη γενέθλια γη του (θυμούμαι τώρα επίσης τις δικές μας σχετικά ανάλογες περιπτώσεις του Σολωμού και του Σικελιανού) και σπάνια ένα ποιητικό έργο μπορούσε να αποτελέσει, όσο του Λόρκα, το ιδεώδες κάτοπτρο όπου ένα ολόκληρο έθνος αναγνωρίζει τον εαυτό του. Σε κάθε στίχο του δημιουργού του Romancero Gitano είναι εύκολο ν’ ανακαλύψει κανείς χειμαρρώδη, εκρηκτική και καυτερή σα λάβα ηφαιστείου παρουσία της Ισπανίας, «της βαθιάς Ισπανίας». Το τσιγγάνικο αίμα, ο θάνατος που παραμονεύει σε κάθε γωνιά, ο έρωτας σε κάθε παραθύρι, «η κιθάρα που κάνει τα όνειρα να κλαιν» και «όμοια με ρογαλίδα υφαίνει ένα μεγάλο άστρο», οι μεθυστικές μυρωδιές του γιασεμιού και του νάρδου, η σελήνη που κατεβαίνει από τον ουρανό να σαγηνέψει το παιδί, ο λάγνος πράσινος άνεμος που κυνηγάει την Παινεμένη, ο ουρανός που λάμπει πάνω από τις όχθες του Γουαλδακιβίλ, τόσες συσσωρευμένες εικόνες αυτής της παρουσίας, όπου σμίγουν το καθημερινό με το μυθικό, το φυσικό με το υπερφυσικό, το σύγχρονο με το αρχαίο και μας οδηγούν ως την μαγεία του ονείρου και της φρεναπάτης.
 
Η ποίηση του Λόρκα είναι καταπληκτικά διαφορετική από κείνη πολλών συγχρόνων Ευρωπαίων ποιητών, που βρίθει από διανοήματα και ασφυκτιά από φιλοσοφία. Είναι μια ποίηση άμεση και ενστικτώδεις· όχι διανοητική κατασκευή η ποιητική ερμηνεία μιας οποιαδήποτε ιδέας· και η φιλοσοφία της φιλοσοφίας ενός ποιητή που ζει σε όλο του το σώμα, που ακολουθεί «το δρόμο του αίματος», όπως εκφράζεται με το στόμα ένας ήρωάς του στο Ματωμένο γάμο, για να καταλήξει να βρεθεί αντιμέτωπος με το οντολογικό μυστήριο. Έτσι μια διαδικασία απόλυτης εσωτερίκευσης κυριαρχεί σ’ όλο το έργο του ποιητή και μια επιμονή για διείσδυση στις βαθύτερες ζώνες του εγώ και για ανίχνευση στοιχείων τελετουργικών που κατάγονται από τους πρώτους χρόνους της δημιουργίας. Ο Λόρκα, μολονότι συνεπαρμένος από τη γοητεία του απίθανου και του φανταστικού, δεν τρέφει καμιάν αυταπάτη για την ασημαντότητα της ιδιωτικής ζωής και μένη άγρυπνος διαρκώς για να σημάνει συναγερμό και να αποκαλύψει στον άνθρωπο το τραγικό του πεπρωμένο.

Δεν είναι όνειρο η ζωή. Σηκωθείτε!
Σηκωθείτε! Σηκωθείτε!
Γκρεμιζόμαστε από τις σκάλες
Για να φάμε το μουσκεμένο χώμα
Ή ανηφορίζουμε την κόψη του χιονιού
Με τις πλήθιες πεθαμένες ντάλιες.
Όμως μήτε λησμονιά υπάρχει μήτε όνειρο.
 
Απ’ αυτόν το μόνιμο εφιάλτη, τον πανικό που έγινε αλλόφρονη οπτασία, μαύρη αυλαία, παραπέτασμα που τον καταδιώκει για να τον σκεπάσει, βρύα και χόρτα που εισβάλλουν απειλητικά σα σπαθιά να τρυπήσουν το νεκρό κεφάλι, απ’ αυτό το «βαθύ πηγάδι όπου όλοι θα πέσουμε μέσα» τίποτα δεν θα μπορέσει να τον αποσπάσει. Αν στον Ρίλκε ο θάνατος γίνεται οικείος και αποτελεί την αναπότρεπτη φάση μιας κυκλικής διαδρομής όπου συναντώνται το πέταγμα και η πτώση, αν στον Μότσαρτ καταυγάζεται από το διηνεκές εκείνο φως, το lux Ave Verum ενσταλάζοντας στην ψυχή μας μιαν υπέρτατη γαλήνη και μακαριότητα, στο Λόρκα δεν αποβάλλει ποτέ την αποτρόπαιη όψη του και την εντελώς μηδενιστική σημασία του. Ο Ιγνάτιος Σάνχιεθ Μεχίας, ο θαυμάσιος για την ομορφιά και τη δύναμή του ταυρομάχος, και αυτός ακόμα καταχωνιάζεται από το χιόνι της λησμονιάς και της απουσίας.
 
Θε να ‘ρθει το φθινόπωρο με τα σαλιγκάρια του
Με τα τσαμπιά από σύννεφα και με τα συναγμένα του βουνά
μα κανείς δε θα ποθεί να δει τα μάτια σου
γιατί ‘σαι πια νεκρός παντοτινά..
 
Και ο Λόρκα όταν στο Μπουένος Άιρες ζει μερικές από τις πιο θριαμβευτικές στιγμές του, εξομολογείται σ’ ένα δημοσιογράφο. «Ο θάνατος. Α! εισχωρεί σ’ όλα τα πράγματα. Η ησυχία, η σιωπή, η γαλήνη είναι οι μαθητεία του. Ο θάνατος είναι παντού. Είναι κυρίαρχος… Δε μπορώ να μείνω στο κρεβάτι με τα παπούτσια μου… Μόλις κοιτάζω τα πόδια μου η αίσθηση του θανά του με πνίγει. Τα πόδια στηριγμένα έτσι στις φτέρνες μου θυμίζουν τα πόδια των νεκρών που είδα όταν ήμουν παιδί». Μπροστά στο αδιέξοδο του θανάτου και την καταλυτική μανία του χρόνου -που αποτελεί άλλωστε και το θέμα του έξοχου και τόσο ιδιόρρυθμου θεατρικού έργου του Σαν πέρασαν πέντε χρόνια- δυο τρόποι διαφυγής του απομένουν. Ή να συμφιλιωθεί με τον θάνατο και ν’ απαρνηθεί τον εαυτό του με μιας εκούσια, γεμάτη εμπιστοσύνη, εγκατάλειψη μέσα στο απεριόριστο χώρο της αιωνιότητας, σύμφωνα με το δίδαγμα του Χριστιανισμού· ή να εξεγερθεί και ν’ αγκαλιάσει με πάθος τη γήινη πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, το παρόν, συμπυκνώνοντας εις το έπακρον την ολότητα του χρόνου σε μιαν έντονα βιωμένη στιγμή. Ακολουθεί τον δεύτερο τρόπο. Είναι ο δρόμος της γήινης σωτηρίας, ο δρόμος που οδηγεί στη λατρεία της γης. «Τη γη, Θεέ μου, τη γη αναζητώ» θα γράψει σ’ ένα ποίημα του. Αυτή υμνεί με θρησκευτική έξαρση και στους αρχαίους θεούς της γονιμότητας θα καταφύγει μια ηρωίδα του που πάσχει από στειρότητα, η Γέρμα, στο ομώνυμο θεατρικό του έργο.
 
Η οντολογική αυτή εξέγερσή του συνοδεύεται και από μια προσχώρηση στο ανθρώπινο και μιαν εξέγερση κοινωνικού περιεχομένου, που την ενισχύει σημαντικά η διαμονή του στη Νέα Υόρκη. Κάτω από την πρόσοψη μιας απατηλής πολυτέλειας και φαντασμαγορίας που καλύπτει αυτή την απέραντη πολιτεία η αμείλικτη διεισδυτική ματιά του αναγνωρίζει αμέσως το δράμα όχι μόνο της αμερικάνικης αλλά κάθε σύγχρονης κοινωνίας, την κατάπτωση ενός πολιτισμού όπου κυριαρχεί το χρήμα και η μηχανή, και σπεύδει να καταγγείλει σε μια συρροή εικόνων συνταρακτικών που θυμίζουν Αποκάλυψη.
 
Η αυγή της Νέας Υόρκης
Τέσσερεις κίονες από λάσπη
Και έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
Που βουτούν μέσα στ’ ακάθαρτα νερά…
………………………………………………………….

Η αυγή φθάνει και δεν τη δέχεται κανένα στόμα
Γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί μήτε πιθανή ελπίδα…
Κάποτε νομίσματα σε μανισμένα σμήνη
Διαπερνούν και καταβροχθίζουν τα εγκαταλειμμένα παιδιά…
Ακούω να τραγουδά το σκουλήκι 
Μες στην καρδιά πολλών κοριτσιών…
Τα παιδιά… τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των αφεντικών
Οι γυναίκες πνιγμένες μες τα ορυκτέλαια…
Πρέπει να φωνάξω
Ώσπου να αρχίσουν οι πόλεις να τρέμουνε ωσάν μικρά κορίτσια…
Και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
Γιατί θέλουμε να γίνει θέλημα της γης
Που δίνει τους καρπούς της για όλους.

Τάκης Βαρβιτσιώτης, απόσπασμα από το Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ένας περιπαθής του ενστίκτου, Κ.Θ.Β.Ε. Σειρά διαλέξεων περιόδου 1963-1964, Θεσσαλονίκη, 1964
 
Πγηή :Αφιέρωμα στον ποιητή από antifonies.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου